στυγώ

στυγώ
-έω, Α
1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της
2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο
3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. στυγώ και οι συγγενείς τ. Στύξ, στυγνός, στυγερός, στύγος εκφράζουν την έννοια τού ισχυρού φόβου που κάνει τον άνθρωπο να παγώσει (πρβλ. και λ. πηγή) και, με αυτήν τη σημ., έχουν συνδεθεί με τα ρωσ. stygnutĭ «παγώνω», studa «ψύχος». Από τους τ. τής οικογένειας αυτής αρχαιότεροι είναι το ριζικό όν. Στύξ, -υγός, τα επίθ. στυγ-νός (με επίθημα -νός, ισοδύναμο τού -τός, πρβλ. στιλπ-νός, τερπ-νός) και στυγ-ερός (πρβλ. τρυφ-ερός) και πιθ. το σιγμόληκτο ουδ. στύγος, το οποίο μπορεί, όμως, να αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. στυγῶ. Το ρ. στυγῶ, τέλος, έχει σχηματιστεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, από τον αόρ. ἔστυγον, ο οποίος θεωρείται ως ο αρχικός τ. τού ρηματικού αυτού συστήματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στυγῶ — στυγέω hate pres subj act 1st sg (attic epic doric) στυγέω hate pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύγω — στυγέω hate aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • θεοστύγητος — θεοστύγητος, ον (Α) θεοοτυγής («θεοστυγήτῳ δ ἄγει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στυγώ «μισώ» (< στύγος «μίσος»)] …   Dictionary of Greek

  • καταστυγώ — καταστυγῶ, έω (AM) 1. αισθάνομαι φρίκη, κατατρομάζω, φρίττω 2. μισώ κάτι πάρα πολύ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι 3. (αόρ. α ) κατέστυξα (μτβ.) φόβισα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυγῶ «μισώ, βδελύσσομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] …   Dictionary of Greek

  • στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • στυγητός — ή, όν, Α [στυγῶ] μισητός, στυγερός …   Dictionary of Greek

  • στυγνός — ή, ό / στυγνός, ή, όν, ΝΑ 1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.) 2. κατηφής, σκυθρωπός αρχ. 1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος 2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν λυπηρά.… …   Dictionary of Greek

  • στύγημα — ήματος, τὸ, Α [στυγῶ] (ποιητ. τ.) το αντικείμενο τού μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”